- ποθεινοποιός
- ποθεινοποιός, όν,A exciting a tender longing, Sch.E.Ph.1737.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποθεινοποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί τρυφερό πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθεινός + ποιός*] … Dictionary of Greek
ποθεινοποιά — ποθεινοποιός exciting a tender longing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)